- ἀποστερητής
- ἀποστερητής, οῦ, ὁ (s. ἀποστερέω; Pla., Rep. 5, 344b et al.; POxy 745, 7 [I A.D.]) defrauder, cheat, classed w. other sinners Hs 6, 5, 5. οἱ ψευδόμενοι γίνονται ἀποστερηταὶ τοῦ κυρίου liars become defrauders of the Lord m 3:2.—DELG s.v. στέρομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.